- κεραοί
- κεραόςhornedmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κεραοί — Κεραός horned masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελέθω — Α 1. γίνομαι, υφίσταμαι, υπάρχω («ἵνα ἄρνες ἄφαρ κεραοὶ τελέθουσι», Ομ. Οδ.) 2. μέσ. τελέθομαι γίνομαι, καθίσταμαι («ὀπίσω δὲ θεοὶ τελέθονται»). [ΕΤΥΜΟΛ. Τύπος ενεστ., παράγωγος τού ρ. τέλομαι*, με ενεστωτικό επίθημα έ θω (πρβλ. θαλέθω: θάλλω,… … Dictionary of Greek